Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 5: ΒΟΜΒΑ ΣΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ – ΣΟΚ ΚΑΙ ΔΕΟΣ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ

Αυτή η ιστορία μου συνέβη την Τσικνοπέμπτη το απόγευμα στο Μετρό και είπα να τη γράψω. Ποιος ξέρει, μπορεί να τα διαβάσει η κοπέλα της ιστορίας μου και να χαμογελάσει όπως χαμογελάω ακόμα εγώ – αλλά και να προβληματιστεί λιγάκι.

Περίμενα στην αποβάθρα το συρμό στη γραμμή 3 για να ανέβω από το κέντρο προς Δουκίσσης Πλακεντίας. Η ώρα θα ήταν περίπου 5 παρά το απόγευμα. Κάποια στιγμή ένιωσα κάποιον να με σκουντάει στον ώμο και γύρισα και είδα μια συμπαθέστατη κοπελίτσα, ίσως φοιτήτρια, που προφανώς με ρωτούσε κάτι.

Νομίζω δεν κατάλαβε ότι δεν ακούω, αλλά με σκούντηξε στον ώμο γιατί μάλλον πίστευε πως φοράω κάποιο γουόκμαν στο άλλο αυτί και άκουγα μουσική και δεν την πρόσεξα.

Της λέω: “Μισό λεπτό, πες τα όλα πάλι από την αρχή γιατί δεν ακούω, πρέπει να σε βλέπω όταν μιλάς, όταν σε βλέπω καταλαβαίνω όμως”.

Το κορίτσι έπαθε εμφανές πολιτισμικό σοκ (θυμάστε που έχουμε ορίσει το πολιτισμικό σοκ στα προηγούμενα ποστ, έτσι δεν είναι;)
Τα έχασε, λοιπόν, και μου λέει: “άσε, άσε” κι έψαχνε με το βλέμμα να μιλήσει σε κάποιον άλλον. Δεν μπορούσα όμως (μετά από τόσο πρόλογο) να παραιτηθώ εύκολα κι επέμεινα: “μα όχι, πες μου, αφού βλέπεις ότι σε καταλαβαίνω”.

Εδώ πρέπει να σας πω πως δεν καταλαβαίνω καλά όλους τους ανθρώπους. Μου είναι πιο εύκολο να καταλάβω τις γυναίκες και επίσης τους νεότερους ανθρώπους – αν και αυτό δεν είναι απόλυτο. Οι κύριοι παράγοντες είναι η κατασκευή των χειλιών, η εκφραστικότητα κατά την ομιλία και το φως της αίθουσας. Αλλά όλα αυτά θα τα αναλύσουμε άλλη φορά.

Η ουσία είναι ότι η συμπαθής φοιτήτρια ανήκει στους ανθρώπους που καταλαβαίνω με τη μία (ειδικά αν δοθούν οι σχετικές εξηγήσεις). Όμως εκείνη είχε κομπλάρει για τα καλά, κι έλεγε τις λέξεις μία μία: “ξέρεις…..βόμβα στην Ομόνοια, βόμβα, ΒΟΜΒΑ….εεε….βόμβα (κάνει νόημα βόμβας), μπουμ!
Γραμμή 2 (δείχνει με τα δάκτυλα 2) κλειστή (κάνει νόημα ότι είναι κλειστή).
Πώς να πάω τώρα;” (χειρονομία ερωτηματικού με τα δάκτυλα).

Εν τω μεταξύ είχε ήδη καταφθάσει ένας συρμός, είχαμε επιβιβαστεί, και κοιτάγαμε και οι δυο το σχεδιάγραμμα των γραμμών. Βρισκόμασταν στο Σύνταγμα. Της λέω: “Που θέλεις να πας;” Μου δείχνει στο χάρτη ψηλά στον ηλεκτρικό, δεν πρόλαβα να δω ακριβώς, κάπου Ηράκλειο ή Νέα Ιωνία.

Της λέω: “Μήπως αν πας Μοναστηράκι και μετά με τον ηλεκτρικό;” σκεφτόμενη πως ίσως να έχει κλείσει μόνο η γραμμή 2 του μετρό και όχι ο ηλεκτρικός. Απελπίστηκε. “Όχι, όχι, δεν περνάει από κει, ξέρεις, να, ΒΟΜΒΑ, μπουμ!”

Κατάλαβα λοιπόν ότι είχε κλείσει και η γραμμή του ΗΣΑΠ, οπότε σκέφτηκα (μα δεν πρόλαβα να της το πω, το είχε ήδη δει και μόνη της και στο σχεδίαζε στον χάρτη) να της προτείνω να πάει Πλακεντίας και μετά να φτάσει μέσω Προαστιακού στη γραμμή του ηλεκτρικού.

Βλέποντας ότι ήδη είχε βρει τη διαδρομή της, της χαμογέλασα και την άφησα διακριτικά. Ήταν άλλη μια από τις περιπτώσεις όπου η ταραχή και η σκέψη ότι συνομιλείς με έναν κουφό σε κάνουν να μην αντιλαμβάνεσαι ότι ο συνομιλητής σου ανταποκρίνεται στην ομιλία. Αντιθέτως, προσπαθείς να μιλήσεις με τον τρόπο που νομίζεις ότι θα έπρεπε να ανταποκρίνεται ο κουφός.

Δεν με ενοχλεί – είναι κάτι που μου έχει συμβεί άπειρες φορές κι έχω ένα σωρό σχετικές ιστορίες να σας πω. Μα ελπίζω τουλάχιστον ότι όσοι διαβάσουν αυτό το blog αν τύχει να συναντήσουν στον δρόμο τους κάποιον κουφό και πρέπει να συνομιλήσουν μαζί του, να συνομιλούν ανάλογα με το βαθμό ανταπόκρισης του άλλου, κι όχι ανάλογα με το στερεότυπο που υπάρχει μέσα τους.

Όσο για τη συγκεκριμένη κοπέλα που ήταν όντως πολύ συμπαθής, αν μη τι άλλο την ευχαριστώ για την ενημέρωση περί βόμβας: Καθώς δεν μπορώ να ενημερωθώ από τα μεγάφωνα του Μετρό, και καθώς δεν προνοούν σε ανάλογες περιπτώσεις να βγάλουν και μια οπτική ανακοίνωση πχ στον πίνακα που αναγγέλλει τα δρομολόγια (τι πιο απλό), αν όντως σκάσει μια μέρα βόμβα στο Μετρό μας, όπως στο Λονδίνο, δεν θα έχω πολλές πιθανότητες όχι να γλυτώσω, αλλά ούτε καν να καταλάβω από πού μου ‘ρθε και τι με χτύπησε.

Δεν έμαθα τι απέγινε η υποτιθέμενη βόμβα, δεν ξέρω αν ειπώθηκε κάτι στις ειδήσεις. Υποθέτω, λόγω της Τσικνοπέμπτης, ότι θα ήταν μια βόμβα-φάρσα του καρναβαλιού.

Όμως, πέστε μου σε αυτή την ιστορία ποιος είναι πιο πολύ για τα καρναβάλια και τα πανηγύρια; Εγώ που δεν ενημερώνω το Μετρό (δέκα λεπτά “ταξίδι”) για την κώφωσή μου, οι περαστικοί που κομπλάρουν και παθαίνουν σοκ ή μήπως το Μετρό που δεν έχει οπτικές ανακοινώσεις, και μόνο κάτι (ψιλοάχρηστα στην πράξη) φώτα στην αποβάθρα του Συντάγματος;

Δεν μπορώ να αποφασίσω – νομίζω τελικά πως είμαστε όλοι μας του καρναβαλιού και της πλάκας. Πλάκα δεν έχει;

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 4: ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Ο ΜΠΡΑΜΣ; ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ ΜΑΣ

Αυτή τη βδομάδα, κάτι η συναυλία στο Gagarin και κάτι το (διαμετρικά αντίθετό της θαρρώ), η χθεσινή τελετή για την Eurovision με έκαναν να ασχοληθώ ήθελα-δεν ήθελα με τη μουσική.

Τώρα που γράφω είναι βράδυ και δεν έχω ιδέα ποιος κέρδισε στα προκριματικά για τη Eurovision. Οι διαδικτυακές φήμες πάντως ήθελαν την Καλομοίρα φαβορί. Και λέω διαδικτυακές, γιατί με την τηλεόραση δεν τα πάω καλά (βλέπω ελάχιστες συγκεκριμένες ξένες σειρές μόνο, με υποτίτλους).

Και πώς να τα πάω καλά, όταν δεν καταλαβαίνω γρι τις περισσότερες φορές; (Αλλά τη συνδρομή μου για την κρατική τηλεόραση μέσω της ΔΕΗ την πληρώνω κα-νο-νι-κό-τα-τα όπως όλοι, ακόμα και την εποχή –κάποια χρόνια- που δεν είχα καν τηλεόραση στο φοιτητικό διαμέρισμά μου).

Αυτό λοιπόν που μου τη σπάει με τη Eurovision συγκεκριμένα, αλλά και με τα Fame Story και ξέρω γω πως αλλιώς τα λένε όλα τα μουσικά show, είναι ότι πάντα μα πάντα (κάθε χρόνο όμως!) θα βρεθεί τουλάχιστον ένας ή μία που θα με ρωτήσουν ποια είναι η γνώμη μου για το τραγούδι, ποιο τραγούδι μου αρέσει/προτίθεμαι να ψηφίσω (ναι, καλά, εσύ προτίθεσαι να μου δώσεις το 1 ευρώ μήπως; ) και “αν θα μαζευτούμε κάπου για να δούμε Eurovision”.

Αν το σκεφτείς, έχει μια λογική το θέμα. “Να δούμε Eurovision” λένε όλοι, όπως “να δούμε καλλιστεία” ένα πράγμα. Επομένως, αφού έτσι κι αλλιώς θα τα δούμε, δεν θα τα ακούσουμε ή τέλος πάντων εντάξει, πρώτα θα τα δούμε και μετά θα τα ακούσουμε, και ώχου μωρέ, σημασία έχει να γίνει χαβαλές, και πως κάνω έτσι στην τελική;

Στην τελική, δεν φαίνομαι κουφή, το έχουμε ξαναπεί, και πάνω απ’ όλα σημασία έχει το φαίνεσθαι, γι’ αυτό και μια χαρά θα μπορούσα να δω κι εγώ Eurovision και να ψηφίσω ακόμα, με βάση αυτό που θα μου χτύπαγε καλύτερα στο μάτι, σωστά;

Γι’ αυτό κι εγώ πέρσι, αν και δεν τους ψήφισα, απ’ ό,τι είδα ήμουνα με το μέρος των Lordi ή όπως τα λέγανε τα τερατάκια που κερδίσανε. Έτσι κι αλλιώς, ούτε καλλιστεία δεν βλέπω – όταν θα έρθει εκείνη η βραδιά, επειδή πάλι θα βρεθεί εκείνος ή εκείνη που πάντα βρίσκεται για να με ρωτήσει τη γνώμη μου σε τέτοιες κρίσιμες εθνικές στιγμές, θα του προτείνω καλύτερα να διαβάσει το “Να καθαρίσουμε τους κακομούτσουνους” του Μπορίς Βιάν.

Να δούμε” τότε, ως πότε θα επιμένουν να ξαναρωτάνε;

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 3: Η ΑΛΕΠΟΥ ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΚΑΙ Η ΚΟΥΦΗ ΣΤΟ GAGARIN (ΜΕΡΟΣ Β)


Δεν ξέρω αν η αλεπού στο παζάρι το διασκέδασε το θέμα τελικά, η κουφή όμως στο Gagarin βρήκε αρκετά τεχνάσματα για να περάσει μια διασκεδαστική βραδιά.

Πρώτα πρώτα, μου άρεσε να παρατηρώ τον κόσμο, το κοινό. Η φίλη μου η Μαρία που δουλεύει στο Gagarin είχε φροντίσει να μου εξασφαλίσει μια θέση (με κάθισμα) στον εξώστη δίπλα στην κονσόλα και από εκεί είχα πανοραμική θέα σε όλη την αίθουσα, στη σκηνή και στην πλατεία.

Είμαι βέβαια πεπεισμένη πως ο κόσμος δεν πάει καλά, αφού φτάσαμε στο σημείο οι κουφοί να βάζουν μέσον για να εξασφαλίσουν καλύτερη θέση σε μια συναυλία.

Ο κόσμος δεν πάει καλά, αλλά εγώ που είμαι μια χαρά (ευχαριστώ), μπορούσα να δω το πλήθος που, όπως είπαμε, κοπανιόταν άνευ λόγου και αιτίας, μπορούσα να δω τον ενθουσιασμό τους και ήξερα πραγματικά ποιο τραγούδι τους είχε συνεπάρει, ποιο τους έκανε να πάλλονται ολόκληροι, να γίνονται όλοι ένα σώμα αγκαλιασμένο, ένα ανθρώπινο κύμα στο ρυθμό της μουσικής.

Πολλά παιδιά δίπλα μου (το κοινό ήταν πολύ νεανικό, οι περισσότεροι όχι παραπάνω από είκοσι έως είκοσι πέντε) ήξεραν απέξω όλους τους στίχους, και πραγματικά τους έλεγαν ταυτόχρονα με τον ή τους τραγουδιστές, κάνοντας παράλληλα όλες τις χειρονομίες που χαρακτηρίζουν το Low Bap.

Τώρα, αν μου πείτε τι είναι το Low Bap, δεν θα ξέρω τι να σας πω. Μπορώ ίσως να σας δώσω έναν θεωρητικό ορισμό που θα έχω διαβάσει στις συνεντεύξεις του B.D.Foxmoor, αντίστοιχο του “οι εξπρεσιονιστές έδωσαν έμφαση στο χρώμα” που θα σας έλεγε ίσως κι ένας τυφλός, κι αν τον ρωτήσεις τι είναι χρώμα μάλλον θα πει “διαφορετικό κύμα ήχου αν το χτυπήσεις” ή όπως αλλιώς μπορεί ενδεχομένως να προσδιορίσει το χρώμα.

Έτσι κι εγώ, αυτό που μπορώ να σας πω για το Low Bap είναι: κοινωνικο-πολιτικοί στίχοι, θέση και άποψη, διαμαρτυρία και ένταση που εκφράζεται μέσα από τη μουσική και αντίστοιχες χειρονομίες, με τις οποίες εκτονώνεται ο θυμός και η οργή και υπογραμμίζονται με έμφαση οι στίχοι. Νομίζω πως η γλώσσα του σώματος συνδέεται στενά με αυτή τη μουσική, και ένας κουφός άνθρωπος όπως εγώ αισθάνεται αμέσως αυτή τη σύνδεση.

Κάπως έτσι κύλησαν οι τρεις περίπου ώρες της συναυλίας, καθώς παρατηρούσα το κοινό να εκστασιάζεται και να βιώνει με πάθος τα τραγούδια. Παρατηρούσα ακόμα τα φώτα της σκηνής, το χρώμα και η εναλλαγή των οποίων υπέθετα πως συμβάδιζε με το κάθε τραγούδι.

Παρατηρούσα ακόμη λεπτομέρειες που φαίνονται ασήμαντες, κι όμως δείχνουν πολλά αν τις σκεφτείς περισσότερο, όπως ότι…ο υπολογιστής του B.D.Foxmoor είναι Apple.

Κάποια στιγμή ο άντρας μου ο Νίκος που βρισκόταν όρθιος πίσω μου (είπαμε, εγώ έβαλα μέσον για να εξασφαλίσω καρεκλίτσα, κι επειδή ήταν μόνο μία, ο Νίκος μου την παραχώρησε ιπποτικά για όλο το βράδυ) με σκούντηξε στον ώμο και μου είπε: “Τώρα θα πει το τραγούδι σου, και χειροκροτάνε για σένα”.

“Για μένα”, σκέφτηκα, “τι λες βρε παιδί μου”. Αναρωτιόμουν τι να σκεφτόντουσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, καθώς άκουγαν ότι μια κουφή γυναίκα τους στέλνει στίχους σαν μήνυμα σε μπουκάλι.

Να με σκέφτονταν άραγε σαν κάτοικο άλλου πλανήτη, ένα ούφο σχεδόν, που προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον πλανήτη τους, τον πλανήτη της μουσικής;
Μια στενή επαφή τρίτου τύπου, ένα ET phone home? Ποιος ξέρει…

Αυτό που κατάλαβα από το τραγούδι μου είναι ότι ήταν μωβ, όπως και το χρώμα της σκηνής εκείνη την ώρα. Μου αρέσει το μωβ, είναι μυστήριο χρώμα κι αλλάζει συνεχώς. Μια σταλίτσα μπλε αν του ρίξεις –αν έχεις μπλε εκείνη την ώρα, δηλαδή blues, μελαγχολία στην καρδιά σου- γίνεται κι αυτό μελαγχολικό. Μα τη στιγμή που τα βλέπεις όλα ρόδινα, ρίχνεις λιγουλάκι κόκκινο στο μωβ και γίνεται ζωηρό και χαρούμενο.

Όποιος ακούσει το τραγούδι μου ελπίζω να χρησιμοποιήσει και τους δυο τρόπους, και τις δύο ψυχικές διαθέσεις. Όπως κι εγώ βλέπω τα πράγματα πότε μελαγχολικά και πότε ρόδινα. Κυρίως, μη συνδέετε την αναπηρία με τη μελαγχολία και τη δυστυχία, αυτό είναι μύθος: αγαπάμε εξίσου το ροζ στη ζωή μας, και μπορούμε να αντιληφθούμε συχνά και το la vie en rose, όπως όλοι σας.

Μετά το τέλος της συναυλίας γνωριστήκαμε και μιλήσαμε για πρώτη φορά από κοντά με τη Sadahzinia και τον B.D.Foxmoor. Αλλά θα μου επιτρέψετε όμως να κρατήσω για μένα τις εντυπώσεις και το –πολύ δυνατό- συναίσθημα που αποκόμισα από τη γνωριμία μας.

Εδώ μπορώ να γράψω τούτο μόνο: Τους ευχαριστώ που αυθορμήτως και με αγάπη έγιναν οι διαμεσολαβητές που μου επέτρεψαν να επικοινωνήσω με τον Πλανήτη Μουσική, όπως ευχαριστώ και τους άγνωστους ανθρώπους που χειροκρότησαν για μένα εχθές το βράδυ χωρίς να με ξέρουν και εύχομαι σε όλους ακόμα καλύτερες συναυλίες, ακόμα σπουδαιότερα ταξίδια στο κόκκινο, στο μπλε και σε όλο το ουράνιο τόξο της ζωής μας.





ΙΣΤΟΡΙΑ 3: Η ΑΛΕΠΟΥ ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΚΑΙ Η ΚΟΥΦΗ ΣΤΟ GAGARIN (ΜΕΡΟΣ Α)


Εσείς θα περιμένατε να δείτε μια αλεπού στο παζάρι; Έναν τυφλό σε έκθεση ζωγραφικής; Μια κουφή σε συναυλία μήπως; Εχμ, δεν είναι και το πιο αναμενόμενο θέαμα, έτσι δεν είναι;

Όχι βέβαια ότι δεν έχει συμβεί ιστορικά. Σύμφωνα με κάποιες φήμες, τελευταία φορά που παρέστη κουφός σε συναυλία ήταν το 1824, όταν παρουσιάστηκε στο κοινό η Ενάτη του Μπετόβεν, ο δε συνθέτης ήταν πια τελείως κουφός, και χρειάστηκε μάλιστα να τον γυρίσουν προς το κοινό ώστε να αντιληφθεί τα χειροκροτήματα.

Φίλοι μου, μην ανησυχείτε – δεν την ψώνισα ακόμη σε τέτοιο βαθμό ώστε να κάνω παραλληλισμούς με τον Μπετόβεν. Κανένα παραλληλισμό εκτός από τον προφανή – της κοινής κουφαμάρας μας. Εξάλλου, εγώ δεν συνέθεσα μουσική κι ούτε είχα ποτέ (ούτε και στα μικράτα μου, που ακόμη άκουγα κάποια πράγματα) την προδιάθεση να το κάνω. Έγραφα όμως στίχους – από πάντα. Έχω αναμνήσεις από την ηλικία των τριών ή τεσσάρων, προτού ακόμη μάθω να γράφω, που όλη μέρα τραγουδούσα στιχάκια δικής μου εμπνεύσεως στην αυλή του σπιτιού, όπως κατηγορηματικά με βεβαιώνει και η μαμά μου.

Το πράγμα θα έμενε μεταξύ μας (ανάμεσα στη μαμά μου και σε μένα, άντε βία να το ψυλλιαζόταν ο πατέρας μου και ο αδερφός μου), αν δεν επέμενα μεγαλώνοντας να γράφω ποίηση η πρόζα που κανένας δεν καταλαβαίνει…όπως θα το ‘λεγε και ο Σεφέρης.

Πεπεισμένη πως ούτως ή άλλως κανείς δεν θα καταλάβαινε, έριξα τα πρώτα μου ποιήματα ως μποτίλια στο πέλαγος του διαδικτύου αρχικά και στο βιβλίο που έβγαλα πριν από λίγους μήνες (Αν-επίκαιρα ποιήματα, εκδόσεις Δαρδανός-Τυπωθήτω, 2007). Περιέργως πως, το μήνυμα στο μπουκάλι βρήκε αρκετούς αποδέκτες.

Αλλά το πιο κουφό απ’ όλα (γιατί, θα το ‘χετε πια καταλάβει, σε μένα συμβαίνουν πάντα τα πιο κουφά πράγματα) είναι ότι ένας από αυτούς τους αποδέκτες είναι ο B.D.Foxmoor των Active Member, που όχι απλώς άνοιξε το μπουκάλι και διάβασε το μήνυμα, αλλά επιπλέον διάλεξε και το πρώτο ποίημα της συλλογής, το έντυσε μουσικά, και το επέστρεψε σε ένα κοινό ακουόντων ως τραγούδι. Πρόκειται για το τραγούδι 29 από τον καινούριο του δίσκο: “Όταν οι μικρόνοοι hiphoρραγούν”, που διανέμεται αυτές τις μέρες μαζί με το περιοδικό Δίφωνο (τεύχος Μαρτίου), και (όπως είχα ξαναγράψει στο πρώτο ποστ), μπορείτε να το ακούσετε κι εδώ: http://www.poiein.gr/archives/1646/index.html

Μετά από όλα αυτά, το λιγότερο που μπορούσα να κάνω είναι να πάω κι εγώ στη χθεσινή συναυλία του B.D.Foxmoor στο Gagarin, για να τιμήσω κι εκείνον και τη Sadahzinia, με την οποία μιλούσαμε καιρό εδώ στο ίντερνετ και ήθελα πια να τη γνωρίσω από κοντά.

Εξάλλου, ήθελα κι εγώ να πάω μια φορά στη ζωή μου σε συναυλία. Είναι αλήθεια πως πέρσι το καλοκαίρι με πήγε η παρέα μας στη συναυλία του Αγγελάκα στο Διακοφτό όπου έτυχε να παραθερίζουμε εκείνες τις μέρες. Αλλά αυτό δεν πιάνεται ακριβώς, γιατί η συναυλία εκείνη έγινε σε ανοικτό χώρο, σε ένα παραθαλάσσιο μαγαζί, όπου μπορούσα να πιω το ποτό μου δίπλα στη θάλασσα μέσα…στην απόλυτη ησυχία, βλέποντας τα κυματάκια να σπάνε απαλά και αθόρυβα στην αμμουδιά, ενώ λίγα μέτρα παραπέρα κάποιοι τρελοί κοπανιόντουσαν άνευ λόγου και αιτίας – ή έτσι το έβλεπα εγώ το θέμα.

Δεν είχα φανταστεί όμως πως θα πήγαινα να δω κάποιους τρελούς ακόμη να κάνουν το ίδιο σε κλειστό χώρο, όπου σίγουρα θα βαριόμουνα και δεν θα ήξερα πώς να περάσει η ώρα, χωρίς να έχω και πολλά ερεθίσματα να μου τραβάνε την προσοχή.

Προετοιμάστηκα βέβαια όσο μπορούσα: Όπως έχω συνηθίσει να κάνω, μια και έχω παρακολουθήσει, σωστότερα παρευρεθεί, σε άπειρες παρόμοιες εκδηλώσεις, όπως διαλέξεις και συνέδρια στο πανεπιστήμιο, ποιητικές βραδιές και παρουσιάσεις επίσης, ακόμη και στο θέατρο μια φορά, και σε ελληνική ταινία στο σινεμά χωρίς υποτίτλους άλλη μία, είχα εφοδιαστεί από πριν με τα απαραίτητα.

Τα οποία απαραίτητα ήταν όλο το βιβλιαράκι με τους στίχους του B.D.Foxmoor από το άλμπουμ στη τσάντα μου, το κινητό για να παίξω κανένα παιχνίδι ή να στείλω μήνυμα να περάσει η ώρα, και επίσης η φαντασία, η περιέργεια και η υπομονή που αναγκαστικά έχω αναπτύξει.

Ξέρω πως ακούγεται παράλογο να βρίσκεται ένας κουφός άνθρωπος σε συναυλία, αλλά πάλι, δεν είμαστε εντελώς αποκλεισμένοι από τα ηχητικά ερεθίσματα όπως νομίζετε οι περισσότεροι. Πρώτα πρώτα, ακόμα και τώρα φτάνουν σε μένα κάποιοι ήχοι από τα βάθη του πουθενά, όχι βέβαια στις συχνότητες της ανθρώπινης φωνής ή τις ακόμα πιο υψηλές συχνότητες, όπως είναι οι συναγερμοί των αυτοκινήτων, όπου δεν πιάνω τίποτα, δεν πάει να χαλάει ο κόσμος.

Εδώ πρέπει να πω ότι αισθάνομαι και πολύ τυχερή που δεν ζω στον πόλεμο για να “ουρλιάζουν οι σειρήνες”, έτσι το έχω δει σε όλα τα βιβλία, “ούρλιαζαν οι σειρήνες να μπούμε στο καταφύγιο” και σκέφτομαι πως σε μια τέτοια εποχή θα πήγαινα σούμπιτη με τον πρώτο βομβαρδισμό, γιατί οι μόνες Σειρήνες που έχω ακούσει να ουρλιάζουν είναι εκείνες του Οδυσσέα, στη χώρα της φαντασίας μου όπως πάντα.

Αντιλαμβάνομαι όμως τα μπάσα, κάτι που η φίλη μου η Sadahzinia το κατάλαβε πριν ακόμα το εξηγήσω. Δεν είμαι τελείως σίγουρη αν τα ακούω όντως – ίσως λίγο από το ένα ακουστικό που φοράω στο δεξί αυτί (το αριστερό είναι νεκρωμένο από καιρό, τα έχει φτύσει, έχει παραδώσει τελείως τα όπλα, καπούτ λέμε, οριστικά). Περισσότερο όμως εισπράττω τη δόνηση από τα μπάσα, ειδικά αν το πάτωμα είναι ξύλινο, η δόνηση ανεβαίνει σε όλο μου το σώμα από το πάτωμα προς τα πάνω και αισθάνομαι πλέον τη μουσική στο σώμα μου.

Αυτή λοιπόν η εμπειρία της δόνησης, μαζί με τα αναμφίβολα οπτικά ερεθίσματα, μου επέτρεψαν να παρακολουθήσω με τον δικό μου τρόπο τη συναυλία, τις εντυπώσεις από την οποία θα σας μεταφέρω στο αμέσως επόμενο ποστ.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 2: ΣΤΟΥ ΚΟΥΦΟΥ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΓΕΓΟΝΟΤΑ


- Εσύ θα την πληρώσεις για όλους ρε καθίκι! Ακούς εκεί στου «κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα!» Θα σε λιανίσω ρε!

* Το σκίτσο (και τη λεζάντα) μας τα παραχώρησε ευγενικά ο Περαστικός
http://perastikos.blogspot.com/2008/10/blog-post_19.html
στο μπλογκ του οποίου αξίζει να περιηγηθείτε, καθώς έχει πραγματικά πολύ όμορφα σκίτσα


Ένα θεματάκι με τις πόρτες το έχω από παλιά. Μάλλον, φταίει και η γνωστή παροιμία και οι σαχλές παραλλαγές της (παρ’ την πόρτα και φύγε –ει, ωπ, που πας κύριος με την πόρτα μου; ) αλλά κυρίως το γεγονός ότι οι πόρτες είναι αδιαφανείς.

Σε μια ιδανική Κουφούπολη οι πόρτες θα ήταν μάλλον όλες από πλεξιγκλάς ή άλλα διαφανή ή ημιδιάφανα υλικά, αλλά επειδή ζω στην Αθήνα και οι πόρτες είθισται να είναι από ξύλο, είχα να αντιμετωπίσω και το θέμα της πόρτας από παλιά.

Στα σπίτια που έζησα με άλλους, το θέμα ήταν απλό: οι άλλοι άνοιγαν την πόρτα, γιατί όταν υπήρχαν κι άλλοι στο σπίτι η πόρτα ήταν μια απλή πόρτα σαν όλες τις άλλες.

Μόλις όμως οι άλλοι (οι γονείς και ο αδερφός μου αρχικά, οι 2 φοιτήτριες που συγκατοίκησα κατά τον πρώτο χρόνο της φοιτητικής μου ζωής στη συνέχεια και τώρα ο άντρας μου) έφευγαν από το σπίτι και έμενα μόνη, η πόρτα μεταμορφωνόταν σε …Κουφόπορτα κι εκεί άρχιζε το θεματάκι μας.

Τα χρόνια που έμεινα μόνη, δηλαδή από το δεύτερο έτος του Πανεπιστημίου στα 19 μου και μέχρι τα 30 που παντρεύτηκα, αντιμετώπισα το ζήτημα με διάφορες πατέντες που είχαν μια λάμπα ή ένα φωτάκι. Έτσι ώστε να μπορώ με άνεση να φτιάξω και τις δικές μου σαχλές παραλλαγές της παροιμίας (στου κουφού την πόρτα περίμενε να ανάψει το φωτάκι).

Αυτή την παραλλαγή την είχα γράψει μάλιστα και σε ένα χαρτάκι δίπλα στο κουδούνι μου όλο χαρά όταν ένας ηλεκτρολόγος μας έφτιαξε την πρώτη αυτοσχέδια πατέντα, συνδέοντας μια λάμπα με το κουδούνι της εξώπορτας, που αναβόσβηνε κάθε φορά που κάποιος το χτυπούσε.

Αυτή η πατέντα κράτησε κάποια χρόνια, στη διάρκεια των οποίων σπούδαζα ή και δούλευα ακόμα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Μετά, γύρισα και δούλευα στην Αθήνα, οπότε είδα το ζήτημα λίγο πιο σοβαρά και οργανωμένα –είχε αναπτυχθεί και το ίντερνετ στο μεταξύ, γεγονός που με βοήθησε στο ψάξιμο- και τελικά εντόπισα μια εταιρία που έκανε εισαγωγή σε τέτοιου είδους βοηθήματα που διευκολύνουν την καθημερινή ζωή των ατόμων με προβλήματα ακοής.

Έτσι, τώρα έχω ένα ειδικό σύστημα που εντοπίζει τον ήχο και από το πάνω και από το κάτω κουδούνι, και ανάβει ένα διαφορετικό λαμπάκι κάθε φορά, ώστε να ξέρω αν πρέπει να ανοίξω την πόρτα του διαμερίσματος ή της πολυκατοικίας.

Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι δεν μπορείς να κάθεσαι όλη την ώρα σαν χάνος πάνω από το κουτάκι του συστήματος και να κοιτάς αν ανάβουν τα λαμπάκια. Διότι στο σπίτι μου, όπως θα καταλάβατε ήδη, οι παροιμίες αλλάζουν, και η έκφραση “μου άναψαν τα λαμπάκια” έχει τελείως διαφορετικό νόημα.

Γι’ αυτό, σκοπεύω σύντομα να αγοράσω ένα ακόμα πιο εξελιγμένο σύστημα που έχει διαμορφωθεί, και περιλαμβάνει και ένα μηχανισμό που μοιάζει με βομβητή, και μπορείς να τον έχεις στην τσέπη σου και όποτε σου χτυπάνε το κουδούνι να σε ειδοποιεί ο βομβητής με δόνηση.

Σε ένα από τα επόμενα ποστ θα σας περιγράψω και το ειδικό ξυπνητήρι που έχω, καθώς το θέμα “πρωινό ξύπνημα” αποτέλεσε τον φόβο και τον τρόμο μου για τα περισσότερα χρόνια που έμεινα μόνη, διότι εκτός των άλλων είμαι και βραδινός τύπος – και άντε να σηκωθεί ένας βραδινός τύπος φοιτήτριας για να είναι στο μάθημα στις εννιά το πρωί.

Όμως, εδώ προτιμώ να σας πω μια ιστορία σχετική με την παροιμία που λέγαμε στην αρχή. Όπως είπαμε και πιο πριν, το πατρικό μου σπίτι ήταν στην Αθήνα, αλλά πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια (και δύο επιπλέον χρόνια ως εργαζόμενη πια) στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τη διαδρομή Αθήνα – Ηράκλειο με το καράβι την είχα κάνει Κολιάτσου – Παγκράτι επί μία δεκαετία σχεδόν.

Στο καράβι, παρά τη συνήθεια των άλλων φοιτητών να ταξιδεύουν όλοι μαζί, εγώ προτιμούσα να ταξιδεύω μόνη. Εκμεταλλευόμουν το χρόνο του ταξιδιού (που τότε διαρκούσε όλη τη νύχτα, από τις 7 το απόγευμα μέχρι τις 5 ή 6 το πρωί) για να διαβάσω –τα μαθήματά μου ή και λογοτεχνία και ποίηση- και για να κοιμηθώ.

Η αλήθεια είναι ότι ένας κωφός επιβάτης που ταξιδεύει μόνος οφείλει να το έχει δηλώσει στη ρεσεψιόν του καραβιού, ώστε σε περίπτωση κινδύνου να ειδοποιηθεί προσωπικά από το πλήρωμα (αφού δεν μπορεί να ακούσει την προειδοποίηση και γενικά τις οδηγίες από τα μεγάφωνα).

Ωστόσο εγώ, με την απερισκεψία της νιότης, δεν το δήλωσα ούτε μια φορά μέσα σε αυτή τη δεκαετία (πολύ αργότερα συνειδητοποίησα τι κίνδυνο διέτρεχα όλα αυτά τα χρόνια, και μάλιστα το συνειδητοποίησα όταν έγινε ένα τραγικό γεγονός, δηλαδή όταν βυθίστηκε το Σαμίνα, κι εγώ είχα μόλις πριν από λίγες μέρες αφήσει οριστικά την Κρήτη για να ξαναγυρίσω στην Αθήνα).

Έμπαινα λοιπόν μέσα με το εισιτήριό μου, καθόμουν λίγο στο σαλόνι και μετά γραμμή στην καμπίνα. Συνήθως ο έλεγχος των εισιτηρίων γινόταν πριν μπούμε μέσα, και κάποιες φορές γινόταν και ένας δεύτερος έλεγχος που με έβρισκε στο σαλόνι.

Ένα απόγευμα όμως που ήμουν πολύ κουρασμένη ήθελα να πάω αμέσως να κοιμηθώ, και πράγματι πήγα και ξάπλωσα χωρίς να το πολυσκεφτώ. Μάλιστα, είχα και πάνω κρεβάτι – αλλά ακόμα και να μην είχα συνήθως ξάπλωνα στο πάνω κρεβάτι για να διευκολύνω τις γιαγιάδες που δεν μπορούσαν να σκαρφαλώσουν. Έτσι, η ορατότητά μου προς την πόρτα ήταν ακόμα πιο περιορισμένη.

Είχα λοιπόν ξαπλώσει και είχα ήδη μισογλαρώσει διαβάζοντας ένα βιβλίο, όταν ξαφνικά είδα τον υπεύθυνο για τον έλεγχο των εισιτηρίων (και άλλους 2-3 ξοπίσω του) να μπουκάρει μέσα στην καμπίνα φωνάζοντας (πρέπει να το συνηθίσω κάποτε), βέβαιος πως είχε τσακώσει έναν ύποπτο λαθρεπιβάτη!

“Δεσποινίς”, μου λέει, “τόση ώρα χτυπάμε την πόρτα και φωνάζουμε για να ελέγξουμε το εισητήριό σας, γιατί δεν ανοίγετε, δεν ακούτε;”
Κι η απάντηση η δική μου, μέσα στο ξάφνιασμα και τη σαστιμάρα, ήταν ένα ξερό “Όχι”!

Ο δε υπεύθυνος, ενώ αρχικά είχε στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο ικανοποίησης (ωπ, εδώ τσακώσαμε το κοριτσάκι που πέρασε στη ζούλα), στη συνέχεια εμφάνισε μια έκφραση απορίας και είπε; “Όχι; Δηλαδή εννοείτε όχι, όχι; Δηλαδή πραγματικά εννοείτε πως…καθόλου δεν ακούτε; ” και πέρασε πολύ γρήγορα από το στάδιο του πολιτισμικού σοκ στο στάδιο της συντριβής: “Μα πραγματικά δεσποινίς μου σας ζητούμε συγγνώμη, κατηγορηματικά συγγνώμη, δηλαδή εννοώ, συγχωρήστε μας, να για το εισιτήριο ήρθαμε”.

Εν τω μεταξύ, εγώ είχα ήδη βγάλει από την τσάντα μου το περίφημο εισιτήριο, και επέδειχνα πως ήμουν καθ’ όλα νόμιμη και καθ’ όλα κωφή επίσης, οπότε βεβαίως το θέμα έληξε εκεί.

Στη συνέχεια, σημείωσα νοερά στο μυαλό μου πως την επόμενη φορά θα έπρεπε, οπωσδήποτε, να ενημερώσω στη ρεσεψιόν για την κώφωσή μου και στο επόμενο ταξίδι πάλι δεν το έκανα, με τη χαρακτηριστική άρνηση και ανεμελιά που μου επέτρεπαν τα είκοσι και κάτι μου χρόνια.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ 1: Ο ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ



Τον Ιούνιο του 2007 πηγαίναμε με τον άντρα μου για τριήμερο σε ένα από τα νησιά του Αιγαίου. Στο καράβι ο κόσμος ήταν πολύς και καθώς το ταξίδι κρατούσε λίγες ώρες και δεν είχαμε καμπίνα, καθόμασταν στο σαλόνι, όπου πίναμε καφέ και διαβάζαμε εφημερίδες για να περάσει η ώρα.


Κάποια στιγμή σηκώθηκα για να ξεμουδιάσω. Ο άντρας μου έμεινε πίσω στο τραπέζι μας. Εγώ έκανα μια γυροβολιά στο γεμάτο σαλόνι και στο κατάστρωμα, και κάποια στιγμή αποφάσισα να επιστρέψω στο τραπέζι όπου καθόμασταν.


Καθώς προχωρούσα, αντιλήφθηκα με την άκρη του ματιού μου μια κίνηση ακριβώς πίσω μου. Γύρισα και είδα έναν από τους σερβιτόρους να κρατάει ένα μεγάλο δίσκο με καφέδες και αναψυκτικά, να είναι κατακόκκινος και να φωνάζει.


Ενστικτωδώς έκανα στην άκρη, και αφού κοκκάλωσα για λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκα πως το πιθανότερο είναι να φώναζε σ’ εμένα και ίσως για αρκετή ώρα, θεωρώντας πως του έκλεινα το δρόμο.


Παρόλο που έχω συνηθίσει να περπατάω ρίχνοντας πάντα ένα βλέμμα προς τα πίσω, μη τυχόν και συμβεί κάτι ανάλογο, δεν μπορώ πάντα να προλάβω μια τέτοια κατάσταση και μου έχει συμβεί και να μου φωνάζουν και να με σπρώξουν ξαφνικά (δηλαδή ξαφνικά για μένα) αρκετές φορές.


Γύρισα λοιπόν στο τραπέζι και περιέγραψα το σκηνικό στον άντρα μου. Οπότε εκείνος φώναξε τον σερβιτόρο και του είπε: “Έλα εδώ να σου πω: η κυρία στην οποία φώναζες πριν και είναι η γυναίκα μου, είναι πραγματικά κουφή και δεν προσπαθούσε να σου κλείσει το δρόμο από κάποιο καπρίτσιο”.
Ο σερβιτόρος τα έχασε και αφού άλλαξε τρία χρώματα πέταξε τη φοβερή ατάκα, που ακόμα τη θυμόμαστε και γελάμε : “Μα, δεν φαίνεται κουφή!”.

Βέβαια, στη συνέχεια δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις και συστάσεις και το θέμα έληξε εκεί. Ωστόσο, νομίζω πως η πρώτη, αυθόρμητη απάντηση του σερβιτόρου δείχνει πολλά για τον τρόπο σκέψης κάποιων – που κατά τ’ άλλα δουλεύουν σε πόστα όπου συναντούν πολύ κόσμο καθημερινά και θα έπρεπε ίσως να έχουν εξοικειωθεί με την κώφωση.

Κι αυτός ο τρόπος σκέψης είναι ο εξής: “Δεν φταίω εγώ, εκείνη δεν έχει κάποιο εξωτερικό σημάδι που να δείχνει ότι είναι κουφή, οφείλει να βρει έναν τρόπο, ένα φωτάκι, ένα….αλάρμ ίσως, για να την βλέπουμε και να το καταλαβαίνουμε”.

Γιατί ό,τι δεν φαίνεται δεν υπάρχει κιόλας. Ή μήπως τα φαινόμενα απατούν τελικά;